κύκλω — κύκλῳ (Α) βλ. κύκλος … Dictionary of Greek
κυκλώ — (I) κυκλῶ, έω (Α) [κύκλος] 1. μεταφέρω με άμαξα («κυκλήσομεν ἐνθάδε νεκρούς», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ γύρω γύρω, κυκλικά, περιφέρω («πόδα... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», Αριστοφ.) 3. (αμτβ.) επανέρχομαι περιοδικώς («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ ἴσαι», Σοφ.)… … Dictionary of Greek
κυκλῷ — κυκλάζω go round about fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλω — κύκλος ring masc nom/voc/acc dual κύκλος ring masc gen sg (doric aeolic) κυκλόω encircle pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κυκλόω encircle imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλῳ — κύκλος ring masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλωι — κύκλῳ , κύκλος ring masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
περιρρέω — ΝΜΑ 1. (για υγρό) ρέω, κυλώ γύρω από κάποιον ή από κάτι, περιβρέχω, περιχύνω κάποιον ή κάτι («νῆσον περιρρέει Νεῑλος», Ηρόδ.) 2. παθ. περιρρέομαι περιβάλλομαι από νερό, περιβρέχομαι («περιερρεῑτο δ αὕτη ὑπὸ τοῡ Μάσκα κύκλῳ», Ξεν.) αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
окроугъ — ОКРОУГ|Ъ 1 (3*), А с. 1.Ограда: и ˫ако пчелы срищущесѧ. подвигъ имуще. близь округа приити. мои(х) словъ на послушанье. (τῆς κιγκλίδος) ГБ к. XIV, 132б. 2. Поворот. Перен.: и нынѣ в похвалу. слово ми находѧ. ˫ако ѡкругъ. нѣкако на предлежащее… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
окрьстъ — (100) нар. и предл. I. Нар. Вокруг, кругом: древа различьна˫а и вс˫ачьска˫а сто˫ахѹть. ѡва хытростию ѹстроѥна. ѡва же сама растѹща˫а же ѡкрьстъ ѡгражена и покрыта ѿвсюдѹ. (κύκλῳ) ЖФСт к. XII, 44; и дадѧ(т) имъ по одинои свѣщи. въ ѥдинъ ѹнькию.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)